ητὸς
91τρισαγιότης — ητος, ἡ, Μ [τρισάγιος] η απαγγελία τού τρισαγίου …
92τροπεζότης — ητος, ἡ, Α [τράπεζα] η αφηρημένη έννοια τής τράπεζας …
93τροφιμότης — ητος, ἡ, Μ [τρόφιμος] η ιδιότητα τού τροφίμου, τού θρεπτικού, θρεπτικότητα …
94τυλοτάπης — ητος, ὁ, Μ χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές του, ἀμφιτάπης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + τάπης] …
95υγιότης — ητος, ἡ, Α [ὑγιής] (λογ.) η ιδιότητα τού ορθού, ορθότητα …
96υγρότης — ητος, ἡ, ΜΑ βλ. υγρότητα …
97υδαρότης — ητος, ἡ, Α [ὑδαρής] 1. η ιδιότητα ή η κατάσταση τού υδαρούς 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αδυναμία ii) χαλάρωση ηθών β) (για πράγμ.) η ιδιότητα τού μαλακού ή τού ευμετάβλητου …
98υδρότης — ητος, ἡ, Α υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + ότης*] …
99υλότης — ητος, ἡ, Α το να είναι κάτι υλικό, υλικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κατάλ. ότης*] …
100υπαρχότης — ητος, ἡ, Μ [ὕπαρχος] το αξίωμα τού υπάρχου …