ητὸς
21περιδεξιότης — ητος, ἡ, Μ [περιδέξιος] επιδεξιότητα, μεγάλη επιτηδειότητα …
22περισσότης — ητος, ἡ, ΜΑ βλ. περιττότητα …
23πηλικότης — ητος, ἡ, Α [πηλίκος] 1. μέγεθος 2. ηλικία 3. ο λόγος μιας αναλογίας …
24πηρότης — ητος, ἡ Μ [πηρός] πήρωοη, αναπηρία, ακρωτηριασμός, ατέλεια …
25πινυτής — ῆτος και δωρ. τ. πινυτάς, ᾱτος, ἡ, Α βλ. πινυτή …
26πιότης — ητος, ἡ, ΜΑ [πίος] μτφ. πλούτος, ευημερία αρχ. η ιδιότητα τού πίου, το να είναι κάτι παχύ, λιπαρό («ὅσα πιότητά τινα ἔχει και λίπος», Θεόφρ.) …
27πλειότης — ητος, ἡ, Α βλ. πλειονότητα …
28πλησιότης — ητος, Α [πλησίος] η ιδιότητα τού να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι ή κάποιον άλλο, η γειτονία, γειτνίαση («ἐπίρρημα σημαῑνον τὴν πλησιότητα», Απολλ. Δύσκ.) …
29πλουσιότης — ητος, ἡ, Α [πλούσιος] η ιδιότητα τού πλουσίου, ο πλούτος …
30ποθεινότης — ητος, ἡ, Μ [ποθεινός] (ως φιλοφρονητική προσφώνηση) πολύ αγαπητέ και περιπόθητε …