ητος

  • 81τανότης — ητος, ἡ, Α το μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. ταν (< ρ. τείνω) + κατάλ. ότης] …

    Dictionary of Greek

  • 82ταρταρότης — ητος, ἡ, Μ [Τάρταρος] κατάσταση όμοια με εκείνην που επικρατεί στον Τάρταρο …

    Dictionary of Greek

  • 83ταχυτής — ῆτος, ἡ, και δωρ. τ. ταχυτάς, ᾱτος, Α [ταχύς] 1. ταχύτητα, γρηγοράδα («αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ταχυτῆτά εἰσι», Ηροδ.) 2. (για πρόσ.) βιασύνη, σπουδή …

    Dictionary of Greek

  • 84τεραμότης — ητος, ἡ, Α η ιδιότητα τού μαλακού, απαλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεράμων + κατάλ. ότης* (πρβλ. μείων: μειότης)] …

    Dictionary of Greek

  • 85τετραγωνότης — ητος, ἡ, Α [τετράγωνος] το ορθογώνιο σχήμα («τῆς τετραγωνότητος νοουμένης ὅλης», Άντυλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 86τετραπλασιότης — ητος, ἡ, Α [τετραπλάσιος] το να είναι ή να γίνεται κάτι τετραπλάσιο, τετραπλασιασμός …

    Dictionary of Greek

  • 87τεττιγότης — ητος, ἡ, Α η ιδιότητα τού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + κατάλ. της* κατά τα ποδότης, τραπεζότης] …

    Dictionary of Greek

  • 88τοιουτότης — ητος, ἡ, Α [τοιοῡτος] το να είναι κάτι τέτοιας ποιότητας …

    Dictionary of Greek

  • 89τρεπτότης — ητος, ἡ, Α [τρεπτός] τροπή …

    Dictionary of Greek

  • 90τριπλασιότης — ητος, ἡ, Α [τριπλάσιος] η ιδιότητα τού τριπλάσιου, το να είναι κάτι τρεις φοές μεγαλύτερο ή περισσότερο από κάτι άλλο …

    Dictionary of Greek