ητος
61σμερδαλεότης — ητος, ἡ, Α [σμερδαλέος] φρικαλεότητα …
62στήρ — ητός, Α βλ. στέαρ …
63στεγότης — ητος, ἡ, Μ [στέγος] το στερέωμα, ο ουρανός …
64στερεμνιότης — ητος, ἡ, ΜΑ [στερέμνιος] η ιδιότητα τού στερεού, σταθερότητα …
65στεριφότης — ητος, ἡ, Α [στέριφος (Ι)] σκληρότητα, τραχύτητα …
66στιλβότης — ητος, ἡ, ΜΑ [στιλβός] η ιδιότητα τού στιλβού, στιλπνότητα («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν λαμπηδόνα ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.) …
67στραβότης — ητος, ἡ, ΜΑ [στραβός] ο στραβισμός, το αλληθώρισμα …
68στριφνότης — ητος, ἡ, Α [στριφνός] μτφ. (για λόγο) στρυφνότητα …
69στυφνότης — ητος, ἡ, ΜΑ πιθ. μτφ. αυστηρότητα ή σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί στρυφνότης ή στυφότης] …
70συγγόης — ητος, ὁ, Μ αυτός που είναι θαυματοποιός μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γόης «μάγος, θαυματοποιός»] …