ητος

  • 51ρυσότης — ητος, ἡ, Α [ῥυσός] ρυτίδωση, ζάρωμα …

    Dictionary of Greek

  • 52ρωμαιότης — ητος, ἡ, Α [Ῥωμαῑος] τα δικαιώματα τού Ρωμαίου πολίτη …

    Dictionary of Greek

  • 53σής — ητός, ὁ, ΝΑ (λόγ. τ.) λεπιδόπτερο έντομο, ο σκόρος (α. «οὐ σὴν οὐδὲ κὶς δάπτει», Πίνδ. β. «ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει», ΚΔ) αρχ. 1. ειρων. σχολαστικός γραμματικός τής Αλεξανδρινής εποχής 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ ὁ ἐν τοῑς μελισσ(ε)ίοις… …

    Dictionary of Greek

  • 54σαλότης — ητος, ἡ, Α [σαλός] μωρία, ευήθεια, ηλιθιότητα …

    Dictionary of Greek

  • 55σεβαστότης — ητος, ἡ, Μ [σεβαστός] το αξίωμα τού αυτοκράτορα …

    Dictionary of Greek

  • 56σιδηροκμής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φονεύθηκε με σίδηρο, δηλαδή με ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κμής (< κάμνω), πρβλ. δουρι κμής] …

    Dictionary of Greek

  • 57σικχότης — ητος, ἡ, Μ [σικχός] η ιδιότητα τού σικχού, το αίσθημα αηδίας, σιχαμάρα …

    Dictionary of Greek

  • 58σινότης — ητος, ἡ, Α [σίνος] ελαττωματικότητα …

    Dictionary of Greek

  • 59σκαμβότης — ητος, ἡ, Μ [σκαμβός] η ιδιότητα τού σκαμβού, στρεβλότητα …

    Dictionary of Greek

  • 60σκνιφότης — ητος, ἡ, Α βλ. σκνιπότης …

    Dictionary of Greek