ητος
41προβιότης — ητος, ἡ, Α προβιοτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βιότης «ζωή, βίος»] …
42προβλής — ῆτος, ὁ, ἡ, ΜΑ βλ. προβλήτα …
43πρωϊότης — ητος, ἡ, Α [πρώϊος] (για καρπούς) η ιδιότητα τού πρωΐου, η πρωιμότητα …
44πτερότης — ητος, ἡ, Α [πτερόν] η ιδιότητα τού φτερωτού, το να έχει κανείς φτερά …
45πτωχότης — ητος, ἡ, Μ [πτωχός] η ιδιότητα, η κατάσταση τού φτωχού, η φτώχεια …
46πυκτικότης — ητος, ἡ, Α [πυκτικός] η ικανότητα στο αγώνισμα τής πυγμαχίας …
47πυρρότης — ητος, ἡ, Α [πυρρός] (για τρίχες) η ιδιότητα τού κόκκινου, η ερυθρότητα («ἡ πυρρότης ὥσπερ ἀρρωστία τριχός», Αριστοτ.) …
48πυρότης — ητος, ἡ, Α [πῡρ, πυρός] μεγάλη θερμότητα, πυράδα …
49ρητότης — ητος, ή, Α [ῥητός] συμμετρία …
50ροθιότης — ητος, ἡ, Α [ῥόθιος] (για το ύφος και τη γλώσσα) σφοδρότητα, ορμητικότητα …