ητος
31πολλαπλασιότης — ητος, ἡ, Α [πολλαπλάσιος] τό να είναι κάτι πολλαπλάσιο άλλου …
32πολλότης — ητος, ἡ, Α το να είναι κάτι πολύ, πληθύς, πληθώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο (βλ. λ. πολύς) + κατάλ. της] …
33πολυβλής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χτυπήσει πολλούς («πολυβλῆτα οἷον πολλοὺς βεβληκότα», Απολλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλής (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βλής] …
34πολυθεοαθεότης — ητος, ἡ, Α 1. η πολύθεη αθεότητα 2. η άθεη πολυθεΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύθεος + ἀθεότης] …
35πολυθεότης — ητος, ἡ, Α [πολύθεος] η πολυθεΐα …
36πολυκυριότης — ητος, ἡ, Μ η ύπαρξη πολλών κυρίων, πολλών εξουσιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κυριότης (< κύριος)] …
37πολυλιμενότης — ητος, ἡ, Α [πολυλίμενος] το να υπάρχουν σε μια περιοχή πολλά λιμάνια …
38ποριμότης — ητος, ὁ, ΜΑ [πόριμος] επινοητικότητα …
39ποτής — ήτος, και δωρ. τ. γεν. ᾱτος, ἡ, Α το να πίνει κανείς, η πόση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πο τού ρ. πίνω (βλ. πίνω) και πρέπει να αποτελεί μεταπλασμένο για μετρικούς λόγους τύπο ενός αρχαιότερου αμάρτυρου *ποτή, διαφορετικού από το… …
40πραΰτης — ητος, ἡ, Α βλ. πραότητα …