ητος
121χαροπότης — ητος, ἡ, ΜΑ βλ. χαρωπότητα …
122χειμοθνής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α κοκαλωμένος από το κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + θνής (< θ. θνᾶ / θνη τού θνῄσκω), πρβλ. ἀνδρο θνής, λιμο θνής] …
123χειροκμής — ῆτος, ὁ, Α αυτός που εργάζεται με τα χέρια, που κάνει χειρωνακτική εργασία, χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κμής (< κάμνω), πρβλ. σιδηρο κμής] …
124χοότης — ητος, ἡ, Α [χόος/χοῡς (II)] η γήινη φύση, η ανθρώπινη φύση, η φθαρτή φύση …
125χριστότης — ητος, ἡ, Μ [Χριστός] εκκλ. η ιδιότητα, η φύση τού Χριστού …
126χρονιότης — ητος, ἡ, Α [χρόνιος] μεγάλη διάρκεια …
127χωρικότης — ητος, ἡ, Μ [χωρικός (Ι)] χωριατιά, απρεπής συμπεριφορά …
128ψεδνότης — ητος, ἡ, Α [ψεδνός] (για πρόσ.) φαλακρότητα …