ητος

  • 111φιλαθηναιότης — ητος, ἡ, Α [φιλαθήναιος] η αγάπη, η φιλία προς τους Αθηναίους …

    Dictionary of Greek

  • 112φιλαυτότης — ητος, ἡ, Α [φίλαυτος] φιλαυτία …

    Dictionary of Greek

  • 113φιλοθεότης — ητος, ἡ, ΜΑ [φιλόθεος] η ιδιότητα τού φιλόθεου …

    Dictionary of Greek

  • 114φιλοπένης — ητος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αγαπά, που βοηθά τους φτωχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πένης «φτωχός, ενδεής»] …

    Dictionary of Greek

  • 115φιλότης — ητος, και αιολ. τ. φιλότας, ατος, ἡ, Α [φίλος] 1. φιλική αγάπη, φιλία («ξεῑνοι μὲν διαμπερές εὐχόμεθ εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος», Ομ. Οδ.) 2. φιλοξενία 3. φιλική συνεννόηση μεταξύ λαών («φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες», Ομ. Ιλ.) 4. ερωτική… …

    Dictionary of Greek

  • 116φλαυρότης — ητος, ἡ, Α [φλαῡρος] φαυλότητα …

    Dictionary of Greek

  • 117φλεβοτμής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τετμημένη φλέβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + τμής (< θ. τμη τού ρ. τέμνω*, πρβλ. τμη τός), πρβλ. ἡμι τμής, ἰθυ τμής] …

    Dictionary of Greek

  • 118φρουρύτης — ητος, ἡ, Α η υπηρεσία τού φρουρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρός + κατάλ. ύ της (βλ. λ. τητα)] …

    Dictionary of Greek

  • 119χαλεπότης — ητος, ἡ, ΜΑ [χαλεπός] 1. δυσκολία, δυσχέρεια 2. δυστροπία, ιδιοτροπία αρχ. 1. (για τόπο) τραχύτητα, το δύσβατο 2. αυστηρότητα, σκληρότητα, αγριότητα 3. (για ίππο) ατίθαση φύση, κακό φυσικό …

    Dictionary of Greek

  • 120χαριεντότης — ητος, ἡ, Α [χαρίεις, εντος] κομψός τρόπος …

    Dictionary of Greek