ητος
101υπεκκακότης — ητος, ἡ, Α ύπουλη, κρυφή κακία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκ + κακότης] …
102υπεραγαθότης — ητος, ἡ, ΜΑ [ὑπεράγαθος] πάρα πολύ μεγάλη αγαθότητα, υπέρμετρη αγαθότητα …
103υπεραγιότης — ητος, ἡ, Α απόλυτη αγιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἁγιότης] …
104υπερθεότης — ητος, ἡ, Α [ὑπέρθεος] η ιδιότητα τού ὑπερθέου …
105υπερπληρότης — ητος, ἡ, Α [πληρότης] πλήρωση μεγαλύτερη από το κανονικό, παραγέμισμα …
106υπτιότης — ητος, ἡ, ΜΑ [ὕπτιος] η ύπτια θέση μσν. (για ύφος) μονοτονία, ψυχρότητα, έλλειψη ζωηρότητας αρχ. 1. (για τόπο) ομαλότητα 2. έπαρση, κομπασμός …
107υψικέρης — ητος, ὁ, ἡ, Α ιων. τ. βλ. ὑψίκερας …
108φαινότης — ητος, ἡ, ΜΑ λαμπρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + κατάλ. θηλ. ό της (βλ. λ. τητα)] …
109φαιότης — ητος, ἡ, Α [φαιός] η ιδιότητα τού φαιού …
110φανερότης — ητος, ἡ, Α [φανερός] παρουσίαση, επίδειξη …