ητος
11Τριφάλης — ητος, ὁ, Α (κωμ. λ.) τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλης, άλλος τ. τού φαλλός] …
12αμαυρότης — ( ητος), η (Α ἀμαυρότης) [ἀμαυρός] (νεοελλ. ιατρ.) εξασθένηση τής οράσεως, θολούρα τών ματιών μσν. νεοελλ. το να είναι κάτι αμαυρό, σκοτεινό αρχ. αδυναμία, ανημπόρια …
13παντότης — ητος, ἡ, Α [πας, παντός] η ιδιότητα τού παντός …
14παραβλής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α παράφρονας, τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλής (< βλής < θ. βλη , πρβλ. ἐ βλή θην παθ. αόρ. τού βάλλω), πρβλ. κατα βλής] …
15παραφορότης — ητος, ἡ, Α [παράφορος] 1. πλάγια αδέξια κίνηση 2. αδεξιότητα τού σώματος, έλλειψη επιτηδειότητας εξαιτίας κακού σχηματισμού τού σώματος …
16πατρικιότης — ητος, ἡ, Μ [πατρίκιος] το αξίωμα τού πατρικίου …
17πελιότης — ητος, ἡ, Α [πελιός] πελιδνότητα …
18πενταπλασιότης — ητος, ἡ, Α [πενταπλάσιος] η ιδιότητα τού πενταπλασίου, το να είναι κάτι πενταπλάσιο από κάτι άλλο …
19πεπειρότης — ητος, ἡ, Α [πέπειρος] η ωριμότητα …
20περιγειότης — ητος, ἡ, Α [περίγειος] η γειτνίαση με τη Γη …