ηρωινη
1ἡρωίνη — heroine fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἡρωί̱νη , ἡρωίνη heroine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ἡρωίνῃ — ἡρωίνη heroine fem dat sg (attic epic ionic) ἡρωί̱νῃ , ἡρωίνη heroine fem dat sg (attic epic ionic) …
3ηρωίνη — Κοινή ονομασία της διακετυλομορφίνης, ενός αλκαλοειδούς που παρασκευάζεται με την ακετυλίωση της μορφίνης (C17M19NO3). Είναι σκόνη λευκή κακι κρυσταλλική και συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο ευρέως διακινούμενων ναρκωτικών παγκοσμίως. Η παράνομη… …
4ηρωίνη — η (λ. γαλλ.), είδος ναρκωτικού: Παίρνει δόσεις ηρωίνης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἡρωίναι — ἡρωίνη heroine fem nom/voc pl ἡρωίνᾱͅ , ἡρωίνη heroine fem dat sg (doric aeolic) ἡρωί̱νᾱͅ , ἡρωίνη heroine fem dat sg (doric aeolic) …
6ἡρωινῶν — ἡρωίνη heroine fem gen pl ἡρωῑνῶν , ἡρωίνη heroine fem gen pl …
7ἡρωίναις — ἡρωίνη heroine fem dat pl ἡρωί̱ναις , ἡρωίνη heroine fem dat pl …
8ἡρωίνην — ἡρωίνη heroine fem acc sg (attic epic ionic) ἡρωί̱νην , ἡρωίνη heroine fem acc sg (attic epic ionic) …
9ἡρωίνης — ἡρωίνη heroine fem gen sg (attic epic ionic) ἡρωί̱νης , ἡρωίνη heroine fem gen sg (attic epic ionic) …
10ἡρωῖναι — ἡρωίνη heroine fem nom/voc pl …