ηρνήθην

  • 1κενόδοξος — η, ο (ΑΜ κενόδοξος, ον) αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος μσν. 1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος 2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον α) ματαιοδοξία β) αλαζονεία γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν… …

    Dictionary of Greek