ηπειρος
1Ἤπειρος — masc nom sg …
2ἤπειρος — terra firma fem nom sg …
3ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… …
4ήπειρος — η 1. ξηρά, στεριά. 2. ένα από τα πέντε μεγάλα τμήματα στα οποία χωρίζεται η Γη: Η Ασία είναι η πιο μεγάλη ήπειρος της Γης. 3. Ήπειρος, η περιοχή της Ελλάδας ανάμεσα στη Θεσσαλία και στο Ιόνιο πέλαγος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Ήπειρος — Sp Epỹras Ap Ήπειρος/Epeiros, Ipiros, Ipeiros Sp Eperas Ap Epīrus lotyniškai L Graikijos ist. ir adm. sritis …
6Ἠπείρω — Ἤπειρος masc nom/voc/acc dual Ἤπειρος masc gen sg (doric aeolic) …
7Эпир — (Ήπειρος, Epirus). Словом Э. у древних греков обозначался вообще материк, в противоположность островам; в частности, этим именем жители западных греческих островов (Ионийского и Адриатического морей) называли противолежащий берег Эллады до входа… …
8Ζερβίτσης, Νικόλαος — (Ήπειρος ; – Αθήνα 1838). Αγωνιστής του 1821. Πολέμησε στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Τον συνέλαβαν το 1824 στην Κρήτη και ενώ τον οδηγούσαν για εκτέλεση, κέρδισε την εμπιστοσύνη του Χουσεΐν μπέη και γλίτωσε τον θάνατο. Τον έστειλαν ως… …
9Φιλητάς, Χριστόφορος — (Ήπειρος 1787 – Αθήνα 1867). Έλληνας φιλόλογος, γιατρός και δοκιμιογράφος. Σπούδασε αρχικά ιατρική στην Ιταλία και αργότερα φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Καντέρμπουρι. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε διευθυντής στο λύκειο της… …
10Ἠπείροιν — Ἤπειρος masc gen/dat dual …