ηνέως

  • 1ταχύμηνις — ήνεως, ὁ, ἡ, Α οξύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μηνις (< μῆνις, ιος «οργή»), πρβλ. βαρύ μηνις] …

    Dictionary of Greek