ηνος

  • 1πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] …

    Dictionary of Greek

  • 2πρωτοσφήν — ῆνος, ό, Α η πρώτη σφήνα, δηλαδή το αρχικό αιχμηρό κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που ωθείται με χτύπημα ανάμεσα σε δύο σώματα ή στα μέρη ενός σώματος και τά διαχωρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σφήν, ηνός «σφήνα»] …

    Dictionary of Greek

  • 3φαλλήν — ῆνος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου («ἡ δὲ [Πυθία] αὐτοὺς σέβεσθαι Διόνυσον Φαλλήνα ἐκέλευσεν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. πευθ ήν)] …

    Dictionary of Greek

  • 4φυκήν — ῆνος, ὁ, Α φύκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φύκης με επίθημα ην, ῆνος (πρβλ. λειχ ήν)] …

    Dictionary of Greek

  • 5Τιτήν — ῆνος, ὁ, Α ιων. τ. βλ. Τιτάν …

    Dictionary of Greek

  • 6Ωγήν — ῆνος, ὁ, Α βλ. ωκεανός …

    Dictionary of Greek

  • 7πειρήν — ῆνος, ὁ, Α είδος ψαριού …

    Dictionary of Greek

  • 8πετήν — ῆνος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ο πετεινός …

    Dictionary of Greek

  • 9πολύρρην — ηνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα («ἐν δ ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αμάρτυρος τ. *ῥήν «ποίμνιο» (που μαρτυρείται στην αιτ. ῥῆνα)] …

    Dictionary of Greek

  • 10πρητήν — ῆνος, ὁ, Α ενιαύσιος αμνός, χρονιάτικο αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρατήνιον*] …

    Dictionary of Greek