ηλος
1ἦλος — barren spot masc nom sg …
2ἧλος — nail head masc nom sg …
3-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …
4ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… …
5ἥλοις — ἧλος nail head masc dat pl …
6ἥλοισι — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7ἥλοισιν — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8ἥλους — ἧλος nail head masc acc pl …
9ἥλῳ — ἧλος nail head masc dat sg …
10ἦλε — ἦλος barren spot masc voc sg …