ηλος

  • 91πριτσίνι — το, Ν μεταλλικός ήλος συναρμογής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. percin] …

    Dictionary of Greek

  • 92προηλώ — όω, Μ σταυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἡλῶ, όω (< ἧλος «καρφί»)] …

    Dictionary of Greek

  • 93προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… …

    Dictionary of Greek

  • 94στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… …

    Dictionary of Greek

  • 95σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 96συνηλώ — όω, A καρφώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἡλῶ «καρφώνω, στερεώνω» (< ἧλος «καρφί»)] …

    Dictionary of Greek

  • 97συστέλλω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστέλλω Α κάνω κάτι να σμικρυνθεί σε όγκο ή σε έκταση, σμικρύνω νεοελλ. 1. μέσ. συστέλλομαι μτφ. αισθάνομαι ντροπή, δεν έχω τόλμη 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεσταλμένος, η, ο ντροπαλός, άτολμος 3. φρ. «συνεσταλμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 98τζαβέτ(τ)α — η, Ν καρφί για σύνδεση σιδερένιων ελασμάτων, γυρωτικός ήλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gavetta] …

    Dictionary of Greek

  • 99τρίσηλος — και τρίσυλος, ον, Α αυτός που έχει τρεις ήλους, που είναι καρφωμένος με τρία καρφιά («τρισήλῳ ξύλῳ», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + ἧλος «καρφί»] …

    Dictionary of Greek

  • 100ԲԵՒԵՌ — (ի, աց.) NBH 1 486 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 9c, 12c գ. ἦλος clavus որ եւ ՍԵՒԵՌ, ՀԵՂՈՅՍ. Կոտոր երկաթոյ կամ այլ ինչ կարծր նիւթոյ՝ սրածայր, ʼի պնդել զայլեւայլ իրս ընդ միմեանս. գամ. մըխ ... լիվի (որ է սէպ).… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)