ηλος

  • 81ηλόπληκτος — ἡλόπληκτος, ον (Μ) ο πληγωμένος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκ πληκτος, θαλασσό πληκτος] …

    Dictionary of Greek

  • 82ηλότυπος — ἡλότυπος, ον (Α) ο τρυπημένος με καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + τυπος (< τύπος με την αρχική σημ. «κοίλο αποτύπωμα») …

    Dictionary of Greek

  • 83ηλώ — ἡλῶ, όω (AM) [ήλος] καρφώνω κάτι, τοποθετώ κάτι στερεά με καρφιά («χεῑράς τε καὶ πόδας ἡλούμενον») αρχ. 1. οξύνω, ακονίζω 2. παθ. ἡλοῡμαι αποκτώ κάλους …

    Dictionary of Greek

  • 84θερμωλή — θερμωλή, ἡ (ΑΜ) υπερβολική θερμότητα μσν. (για ασθενείς) πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + επίθημα ωλή (< ΙΕ* lο βλ. ηλός), πρβλ. ευχ ωλή, τερπ ωλή] …

    Dictionary of Greek

  • 85καθηλώνω — (AM καθηλῶ, όω, Α και κατηλῶ) 1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.) 2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο… …

    Dictionary of Greek

  • 86καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …

    Dictionary of Greek

  • 87μυκήλιο — το βοτ. το σύνολο τών υφών τού μύκητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycēlium (< μύκης «μύκητας» + ἧλος «καρφί»). Η λ. μαρτυρείται, στον λόγιο τ. μυκήλιον, από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …

    Dictionary of Greek

  • 88ξηλώνω — 1. ανοίγω τις ραφές ραμμένου ενδύματος, ξεράβω 2. αφαιρώ τα καρφιά καρφωμένου αντικειμένου, ξεκαρφώνω 3. (σχετικά με μηχανή) διαλύω σε συστατικά μέρη, αποσυνθέτω, ξεμοντάρω 4. μτφ. διώχνω κάποιον, απομακρύνω κάποιον από τη θέση εργασίας του,… …

    Dictionary of Greek

  • 89ογκινωτός — ή, ό [όγκινος] αυτός που το άκρο του έχει αγκιστρωτά δόντια («ογκινωτός ήλος» ειδικό καρφί για το κάρφωμα τού ξύλινου σκελετού τών πλοίων, η χάρπα) …

    Dictionary of Greek

  • 90οξυτόρος — ὀξυτόρος, ον (Α) 1. οξύς, διαπεραστικός 2. οξύληκτος («ὀξυτόρος ἧλος», Νόνν.) 3. αυτός που έχει βελονοειδή φύλλα ή αιχμηρά αγκάθια («πίτυς ὀξυτόρος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + τορός «διαπεραστικός»] …

    Dictionary of Greek