ηλος

  • 71ηλοειδής — ἡλοειδής, ές (Α) όμοιος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σφαιρο ειδής] …

    Dictionary of Greek

  • 72ηλοθήκη — η θήκη καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + θήκη] …

    Dictionary of Greek

  • 73ηλοκόπος — ἡλοκόπος, ὁ (Α), σιδηρουργός που κατασκευάζει καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + κοπος (< κόπος «κοπή»), πρβλ. αργυρο κόπος, ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 74ηλοπάτημα — το τραυματισμός τού πέλματος οπληφόρου ζώου με αιχμηρό ή κοφτερό αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πάτημα (< πατώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 75ηλοπαγής — ές (Α ἡλοπαγής, ές) ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + παγής (< επάγην, αόρ. τού πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο παγής, προσωπο παγής] …

    Dictionary of Greek

  • 76ηλοποιός — ἡλοποιός, ὸν (Α) κατασκευαστής καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + ποιος (< ποιώ),πρβλ. ηθο ποιός, νομισματο ποιός] …

    Dictionary of Greek

  • 77ηλουργός — ἡλουργός, ὁ (Μ) ο κατασκευαστής καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ ουργός, οπλ ουργός] …

    Dictionary of Greek

  • 78ηλωτός — ή, ό (AM ἡλωτός, ή, όν) νεοελλ. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο ηλωτός ακανθοπτερύγιος τελεόστεος ιχθύς τής οικογένειας περκιίδες μσν. αυτός που έχει σχήμα καρφιού αρχ. ο καρφωμένος, ο στερεωμένος με καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. και μσν. σημ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 79ηλόκεντρον — ἡλόκεντρον, τὸ (Α) σπιρούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. ήλος «καρφί» + κέντρον «κεντρί»] …

    Dictionary of Greek

  • 80ηλόνυξη — η (στα πεταλωμένα ζώα) ο τραυματισμός από τα καρφιά τών πετάλων στον ιστό τού κάτω μέρους τής οπλής τών αλόγων, καρφόπιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + νύξη «κέντρισμα»] …

    Dictionary of Greek