ηλος

  • 51Heloderma horridum —   Lagarto enchaquirado …

    Wikipedia Español

  • 52Целующийся гурами — Целующийся гурами …

    Википедия

  • 53гвоздие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἧλος) гвозди.      … …

    Словарь церковнославянского языка

  • 54Heloderma horridum charlesbogerti —   Lagarto enchaquirado del Valle de Motagua …

    Wikipedia Español

  • 55FERRUM — optimum pessimumqueve vitae instrumentum. Plin. l. 34. c. 14. Siquidem hoc tellurem scindimus, serimus ambusta, ponimus pomaria, vites squalore diciso annis omnibus cogimus iuvenescere. Hoc exstruimus tecta, caedimus saxa, omnesque ad alios usus… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 56-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ …

    Dictionary of Greek

  • 57άλος — Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Κωμόπολη της αρχαίας Μαγνησίας στη Θεσσαλία. Υπολογίζεται ότι βρισκόταν ανάμεσα στον σημερινό Βόλο και στη Νέα Αγχίαλο. 2. Παράκτια πόλη της Λοκρίδας. 3. Πόλη της Θεσσαλίας που καταστράφηκε το 364 π.Χ. από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 58έφηλος — ἔφηλος, ον (Α) 1. καρφωμένος σε κάτι 2. (για μάτι) αυτός που έχει λευκό στίγμα επίσης για πρόσωπο που έχει λευκό στίγμα στα μάτια («ὀφθαλμοῑσιν ἔφηλος», Μέγα Ετυμολογικόν) 3. αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …

    Dictionary of Greek

  • 59ήλωμα — ἥλωμα, τὸ (Μ) [ηλώ] ήλος, καρφί …

    Dictionary of Greek

  • 60αΐδηλος — ἀίδηλος, ον (Α) 1. αυτός που καθιστά κάτι αόρατο, ολέθριος, καταστρεπτικός 2. αόρατος, άγνωστος 3. (ως επίθ. τού Αδη) σκοτεινός, ζοφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. < ἀ στερητ. + ἰδ εῖν + επίθημα ηλος. Αρχική σημ. τής λ. πρέπει να ήταν «ο ανυπόφορος… …

    Dictionary of Greek