ηλος

  • 31σκωπτηλός — όν, Α (κατά τον Ζωναρ.) «σκωπτικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ενεστ. τού σκώπτ ω* + κατάλ. ηλός (πρβλ. τρυφ ηλός). Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα σκωπτ ικός, σκωπτ όλης] …

    Dictionary of Greek

  • 32στράβηλος — ό, ἡ, Α 1. κοχλίας («στράβηλοι κοχλίαι», Ησύχ.) 2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + επίθημα ηλος (πρβλ. τράχ ηλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 33σφριγηλός — ή, ό, Ν αυτός που είναι γεμάτος σφρίγος, ακμαίος, ζωηρός («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω», Ελύτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφρίγος + επίθημα ηλός (πρβλ. σιωπ ηλός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη] …

    Dictionary of Greek

  • 34τρυφηλός — ή, ό / τρυφηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις 2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος») αρχ. μαλακός, τρυφερός. επίρρ...… …

    Dictionary of Greek

  • 35υδρηλός — ή, όν, ΜΑ αυτός που περιέχει νερό ή ο μαλακός από υγρασία, νοτισμένος αρχ. υδρευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + επίθημα ηλός (πρβλ. ὑπν ηλός)] …

    Dictionary of Greek

  • 36υπνηλός — ή, όν, ΜΑ 1. νυσταλέος, νυσταγμένος 2. μτφ. αδιάφορος («τί τὸ ὄφελος βίου εἶναι ἀλήπτου, νωθρὸν ὄντα καὶ ὑπνηλόν;», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. όμοιος με ύπνο («ὑπνηλὸς ὁ θάνατος ἐντρέχει», Φιλόστρ.) 2. υπνωτικός. επίρρ... ὑπνηλῶς Μ νυσταλέα,… …

    Dictionary of Greek

  • 37φιλύδρηλος — ον, Α φίλυδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλυδρος, κατά τα επίθ. σε ηλος (πρβλ. κίβδ ηλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 38φυζηλός — ή, όν, Α φυζαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυζ τής λ. φύζα* «φυγή» + επίθημα ηλός (πρβλ. τρυφ ηλός)] …

    Dictionary of Greek

  • 39χρυσόηλος — ον, Μ καρφωμένος με χρυσούς ήλους, με χρυσά καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἧλος «καρφί» (πρβλ. ἀργυρό ηλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 40ἅλω — ἅλω̆ , ἅλως threshing floor fem gen sg (attic epic ionic) ἅ̱λω , ἁλίσκομαι to be taken aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁλίσκομαι to be taken aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἅ̱λω , ἧλος nail head masc nom/voc/acc dual (doric) ἅ̱λω , ἧλος nail …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)