ηλος
21σιωπηλός — ή, ό / σιωπηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν μιλά, που τηρεί σιωπή, σιγηλός 2. αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη φλυαρία, λιγομίλητος νεοελλ. φρ. α) «σιωπηλή μετάλλαξη» βιολ. μετάλλαξη που δεν μεταβάλλει τη λειτουργία τού γονιδίου και δεν …
22υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …
23χαμηλός — ή, ό / χαμηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χαμ(π)λός, ή, ό, Ν, και χαμαλός, ή, όν, Α 1. αυτός που αναπτύσσεται χάμω, κοντά στο έδαφος 2. αυτός που έχει μικρό ύψος, βραχύς, κοντός νεοελλ. 1. ο κάτω τής κανονικής και συνήθους στάθμης («χαμηλή… …
24εφηλίδα — η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις) μικρή κηλίδα τού προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδα νεοελλ. (ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένου αρχ. 1.… …
25ηλάριον — ἡλάριον, τὸ (AM) (υποκορ. τού ήλος) μικρό καρφί, καρφάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ήλ (τού ήλος) + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, ιππ άριον)] …
26καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …
27μακρόηλος — μακρόηλος, ον (Μ) αυτός που έχει μακριά καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἧλος «καρφί» (πρβλ. αργυρό ηλος)] …
28οκνηλός — ὀκνηλός, ά, όν (Α) (κατά τον Θεόγνωτο) οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός» + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, τρυφηλός)] …
29ορθηλός — ὀρθηλός, ή, όν και ὀρθηρός, ά, όν (Α) ορθός, στητός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρθηλός < ὀρθός + επίθημα ηλός, πιθ. κατά το ὑψ ηλός, ενώ ο τ. ὀρθηρός < ὀρθός + επίθημα ηρός (πρβλ. τολμη ρός)] …
30ριγηλός — ή, ό / ῥιγηλός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης μσν. αρχ. αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.). επίρρ... ῥιγηλῶς Α με ρίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. ηλός (πρβλ. σφριγ… …