ηλος

  • 11ἦλοι — ἦλος barren spot masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12ἧλε — ἧλος nail head masc voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13ἧλοι — ἧλος nail head masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 14καπνηλός — καπνηλός, όν (Α) αυτός που έχει οσμή ή γεύση καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηλός (πρβλ. σιγ ηλός, τρυφ ηλός] …

    Dictionary of Greek

  • 15κρύβηλος — κρύβηλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) κρυμμένος, κρυπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυβ , άλλη μορφή τού θ. κρυπτ τού κρύπτω, αναλογική προς το επίρρ. κρύβδην*, + κατάλ. ηλος (πρβλ. κίβδ ηλος, κορύμβ ηλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 16μιμηλός — μιμηλός, ή, όν (Α) 1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός 2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ απομίμηση. επίρρ... μιμηλῶς (Μ) μιμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, σφριγ ηλός)] …

    Dictionary of Greek

  • 17μωμηλός — μωμηλός, ή, όν (Α) άξιος μώμου, μεμπτός, αξιόμεμπτος, ψεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + επίθημα ηλός (πρβλ. σιωπ ηλός, σφριγ ηλός)] …

    Dictionary of Greek

  • 18νενίηλος — νενίηλος, ον (Α) 1. μωρός, ανόητος, παλαβός 2. κοντόθωρος, με ασθενή όραση 3. (κατά τον Ησύχ.) «νενίηλος τυφλός, ἀπόπληκτος. ἀνόητος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. έχει σχηματιστεί με αναδιπλασιασμό και προέρχεται πιθ. από τη νηπιακή γλώσσα.… …

    Dictionary of Greek

  • 19νοσηλός — νοσηλός, ή, όν (Α) 1. αυτός που προξενεί ασθένεια 2. ασθενής. επίρρ... νοσηλῶς (Α) με νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, τρυφ ηλός)] …

    Dictionary of Greek

  • 20σιγαλός — και σιγηλός, ή, ό / σιγαλός και σιγηλός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός 2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος 3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός νεοελλ. 1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό,… …

    Dictionary of Greek