-
1 ηθοποιός
[итопиос] ουσ. акт€р.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ηθοποιός
-
2 артист
артист м о ηθοποιός, ο καλλιτέχνης \артисткино о ηθοποιός της οθόνης народный \артист о λαϊκός καλλιτέχνης (τίτλος) \артистка ж η ηθοποιός, η καλλιτέχνιδα* * *м; ж - артисткаο ηθοποιός, ο καλλιτέχνηςарти́ст кино́ — ο ηθοποιός της οθόνης
наро́дный арти́ст — ο λαϊκός καλλιτέχνης (τίτλος)
-
3 актёр
-
4 актриса
-
5 дублёр
-
6 артист
артистм ὁ καλλιτέχνης, ὁ ἡθοποιός:о́перный \артист καλλιτέχνης (или ἡθοποιός) τής ὀπερας (или τοῦ μελοδράματος); народный \артист СССР ὁ καλλιτέχνης του λαού τής ΕΣΣΔ; заслу́женный \артист республики ὁ διακεκριμένος καλλιτέχνης τής Δημοκρατίας. -
7 дублер
дублерм ὁ ἀναπληρωματικός ἡθοποιός, ὁ ἀντικαταστάτης (в театре) ἡθοποιός πού ντουμπλάρει ἕνα ρόλο (в кино). -
8 чтец
чтецм ὁ ἀναγνώστης/ ἡθοποιός πού ἀφηγείται ἡ ἀπαγγέλλει, ήθοποιός-άφηγη-τής (актер). -
9 дублёр
-а α.1. δεύτερος εκτελεστής ίδιας δουλειάς, εφεδρικός.2. ηθοποιός-αναπληρωτής πρωταγωνιστή. || (κινημτγ.) ηθοποιός-μεταφραστής. -
10 комический
επ.1. κωμικός•-ая роль κωμικός ρόλος•
комический талант κωμικό ταλέντο.
2. γελοίος•комический вид γελοία μορφή.
εκφρ.комический актёр – κωμικός ηθοποιός•- ая актриса – κωμική ηθοποιός•- ая опера – κωμικό μελόδραμα. -
11 дублёр
1. (тот, кто выполняет сходную работу) о εφεδρικός 2. маш. το εφεδρικό μηχάνημα 3. мор. το επίθεμα εξ ελάσματοςη επικαλύπτραη λαπάτσα4. (актёр, заменяющий основного исполнителя роли) о ηθο-ποιός-αναπληρωτής, разг. о κομπάρσος (ξεν.) 5. (киноактёр, воспроизводящий текст при переводе фильма с одного языка на другой) о ηθοποιός-εκφωνητής στη μεταγλωττισμένη ταινία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дублёр
-
12 артистка
ж; м - артистη ηθοποιός, η καλλιτέχνιδα -
13 кино
кино с 1) η κινηματογραφία 2) (помещение) о κινηματογρά φος, το σινεμά 3) (картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ \кино актёр м, \кино актриса ж ο, η ηθοποιός κινηματογράφου \кино аппарат м η κινηματογραφι κή μηχανή \киножурнал м τα επίκαιρα \кино звезда ж το σταρ, ο αστέρας κινηματογράφου \кино камера ж η κινηματογρα φική μηχανή \кино комедия ж η κινηματογραφική κωμωδία \кино оператор м о οπερατέρ \кино плёнка ж το κινηματογραφι κό φιλμ, η ταινία \кино режиссёр м о σκηνοθέτης κινηματογρά φου \кино студия ж το στούντιο, το κινηματογραφικό εργαστή ριο -сценарий м το σενάριο \кино съёмка ж το γύρισμα ται νίας, η κινηματογράφηση \кино театр м см. кино 2 \кинофестиваль м το κινηματογραφικό φεστιβάλ \кино фильм см. кино 3 \кинохроника ж τα επίκαιρα* * *с1) η κινηματογραφία2) ( помещение) ο κινηματογράφος, το σινεμά3) ( картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ -
14 киноактёр
м; ж - киноактрисаη ηθοποιός κινηματογοάφου -
15 киноактриса
ж; м - киноактёрη ηθοποιός κινηματογοάφου -
16 актер
актерм ὁ ἡθοποιός. -
17 актриса
актрисаж ἡ ἡθοποιός. -
18 артистка
артист||каж ἡ καλλιτέχνις, ἡ ἡθοποιός. -
19 гастролер
гастр||олерм1. ὁ περιοδεύων καλλιτέχνης, ὁ περιοδεύων ἡθοποιός·2. перен τό διαβατάρικο πουλί, ὁ περαστικός. -
20 заслуженный
заслу́||женный1. прич. от заслужить·2. прил ἐπάξιος, δικαιολογημένος, κερδισμένος μέ τήν ἀξία:\заслуженныйженный упрек ἡ δικαιολογημένη μομφή·3. (о звании) διακεκριμένος, τιμημένος:\заслуженныйженный артист (деятель науки) διακεκριμένος ἡθοποιός (επιστήμονας).
См. также в других словарях:
ἠθοποιός — forming character masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
ηθοποιός — ο, η 1. καλλιτέχνης που υποδύεται διάφορα πρόσωπα στο θέατρο και στον κινηματογράφο: Σωματείο ηθοποιών. 2. ανειλικρινής άνθρωπος, υποκριτής: Τέτοιος ηθοποιός που είσαι, πώς να πιστέψω ότι πραγματικά μετάνιωσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… … Dictionary of Greek
Γαληνέα, Νόνικα — Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Από τις λαμπερές και μαζί πιο σεμνές παρουσίες κυρίως του θεάτρου και δευτερευόντως της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, για πολλά χρόνια υπήρξε ζευγάρι στη ζωή και τη σκηνή με τον Αλέκο Αλεξανδράκη … Dictionary of Greek
Σίσυφος, Αθανάσιος — Ηθοποιός, ο οποίος άκμασε στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού θεάτρου (1824 1891). Είχε έμφυτη κλίση για το θέατρο, ανέβηκε δε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1850. Το πρώτο πρόσωπο που υποδύθηκε ήταν του Κουτεντιάδη στον Αγαθόπουλο του Μολιέρου, που… … Dictionary of Greek
ἠθοποιόν — ἠθοποιός forming character masc/fem acc sg ἠθοποιός forming character neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεν-πρεμιέ — ηθοποιός κατάλληλος να παίζει ρόλους γοητευτικού νέου άνδρα, συνήθως εραστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jeune premier] … Dictionary of Greek
Παπαθανασίου, Ασπασία — Ηθοποιός. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή στις αρχές της Κατοχής με τους θιάσους Μαρίκας Κοτοπούλη και Κατερίνας. Παράλληλα πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση στις γραμμές του EAM και διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Στεφάνου, Βασιλεία — Ηθοποιός (1875 1943). Πρωτοεμφανίστηκε το 1897 και διακρίθηκε ως τραγωδός. Όταν ιδρύθηκε το Εθνικό θέατρο, (τότε Βασιλικό), προσλήφθηκε ως πρωταγωνίστρια. Οι αξιολογότερες ερμηνείες της ήταν στην τραγωδία Μερόπη του Δ. Βερναρδάκη και στο Όνειρο… … Dictionary of Greek
ἠθοποιούς — ἠθοποιός forming character masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)