ηγία
1Ἡγία — Ἡγίᾱ , Ἡγίης masc nom/voc/acc dual Ἡγίᾱ , Ἡγίης masc voc sg (attic) Ἡγίᾱ , Ἡγίης masc gen sg (doric aeolic) …
2Ἡγίᾳ — Ἡγίᾱͅ , Ἡγίης masc dat sg (attic doric aeolic) …
3Ἡγίας — Ἡγίᾱς , Ἡγίης masc acc pl Ἡγίᾱς , Ἡγίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …
4Ἡγίαν — Ἡγίᾱν , Ἡγίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …
5συλλιθηγία — ἡ, Α βοήθεια στη μεταφορά λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λίθος + ηγία (< ηγός < ἄγω), πρβλ. στρατ ηγία] …
6παλινλιθηγία — παλινλιθηγία, ἡ (Α) επαναφορά λίθων για απόρριψη σε λατομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λίθος + ηγία (< ηγός < ἄγω)] …
7Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… …
8Μουσείο, Επιγραφικό (Αθηνών) — Καταλαμβάνει μέρος του κτιρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (βλ. λ.), αλλά διαθέτει ξεχωριστή είσοδο από την οδό Τοσίτσα 1. Η πλούσια συλλογή του, που περιλαμβάνει περίπου 14.000 επιγραφές, οι περισσότερες από την Αττική και άλλες από την… …