ζῳοφόρος
1ζωοφόρος — masc/fem nom sg …
2ζῳοφόρος — life giving masc/fem nom sg …
3ζωοφόρος — (I) ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, πυρ φόρος]. (II) ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, ον) 1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόρος… …
4ζωφόρος ή ζωοφόρος — Ονομασία οριζόντιας συνήθως διακοσμητικής ζώνης ενός κτιρίου. Στην ειδική περίπτωση των αρχαίων κλασικών ναών, ζ. είναι η ζώνη μεταξύ επιστυλίου και γείσου, διακοσμημένη συχνά με παραστάσεις ανάλογες με την εποχή και τον αρχιτεκτονικό ρυθμό του… …
5ζωοφόρον — ζωοφόρος masc/fem acc sg ζωοφόρος neut nom/voc/acc sg …
6ζωοφόρου — ζωόφορος life giving masc/fem/neut gen sg ζωοφόρος masc/fem/neut gen sg …
7ζωοφόρους — ζωόφορος life giving masc/fem acc pl ζωοφόρος masc/fem acc pl …
8ζῳοφόρον — ζῳοφόρος life giving masc/fem acc sg ζῳοφόρος life giving neut nom/voc/acc sg …
9ζῳοφόρω — ζῳοφόρος life giving masc/fem/neut nom/voc/acc dual ζῳοφόρος life giving masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
10ζῳοφόρου — ζῳοφόρος life giving masc/fem/neut gen sg …