ζῳοποιήσῃ
1ζωοποίηση — η (Α ζωοποίησις) [ζωοποιώ] η ενέργεια τού ζωοποιώ, ζωογόνηση, εμψύχωση …
2ζωοποίηση — η ζωογόνηση, εμψύχωση, αναζωογόνηση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ζωοποιήσῃ — ζωοποιήσηι , ζωοποίησις making alive fem dat sg (epic) ζωοποιέω make alive aor subj mid 2nd sg ζωοποιέω make alive aor subj act 3rd sg ζωοποιέω make alive fut ind mid 2nd sg ζωοποιέω 2 make alive aor subj mid 2nd sg ζωοποιέω 2 make alive aor subj …
4ζῳοποιήσῃ — ζῳοποιέω 1 aor subj mid 2nd sg ζῳοποιέω 1 aor subj act 3rd sg ζῳοποιέω 1 fut ind mid 2nd sg …
5ζωοποιήσηι — ζωοποίησις making alive fem dat sg (epic) ζωοποιήσῃ , ζωοποιέω make alive aor subj mid 2nd sg ζωοποιήσῃ , ζωοποιέω make alive aor subj act 3rd sg ζωοποιήσῃ , ζωοποιέω make alive fut ind mid 2nd sg ζωοποιήσῃ , ζωοποιέω 2 make alive aor subj mid… …
6ζώωσις — ζώωσις, ἡ (AM) [ζωώ] 1. το να κάνει κανείς κάποιον ζωντανό, ζωοποίηση, ζωντάνευση, παροχή ζωής 2. η απόδοση στους αστέρες ονομάτων έμβιων όντων μσν. η ανάσταση …