ζῆλος
1ζῆλος — jealousy neut nom/voc/acc sg ζῆλος jealousy masc nom sg …
2Ζῆλος — jealousy masc nom sg …
3ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …
4ζήλος — ο 1. μεγάλη προθυμία: Επέδειξε πρωτοφανή ζήλο. 2. ενδιαφέρον: Δεν πήρα την υπόθεση με ζήλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Ζήλω — Ζῆλος jealousy masc nom/voc/acc dual Ζῆλος jealousy masc gen sg (doric aeolic) …
6Ζῆλοι — Ζῆλος jealousy masc nom/voc pl …
7ζῆλοι — ζῆλος jealousy masc nom/voc pl …
8Ζῆλον — Ζῆλος jealousy masc acc sg …
9ζῆλον — ζῆλος jealousy masc acc sg …
10Ζήλοιο — Ζῆλος jealousy masc gen sg (epic) …