ζῆλος

  • 81ζηλήμων — ζηλήμων, ον (Α) 1. φθονερός, ζηλότυπος 2. αυτός που έχει ζήλο, θερμό ενδιαφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + κατάλ. ημών (πρβλ. αιδ ήμων, ελε ήμων)] …

    Dictionary of Greek

  • 82ζηλαίος — ζηλαῑος, α, ον (Α) [ζήλος Ι] ο ζηλότυπος …

    Dictionary of Greek

  • 83ζηλεύω — και ζουλεύω (AM ζηλεύω) [ζήλος II] μιμούμαι με ζήλο, με προθυμία νεοελλ. 1. (ιδίως για συζύγους) αισθάνομαι ζηλοτυπία, ανησυχώ για τη συζυγική πίστη 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζηλεμένος, η, ο ζηλευτός, ακουστός, ξακουστός («μια βοσκοπούλα αγάπησα,… …

    Dictionary of Greek

  • 84ζηλημοσύνη — ζηλημοσύνη, ή (Α) [ζηλήμων] ζήλος …

    Dictionary of Greek

  • 85ζηλοδοτήρ — ζηλοδοτήρ, ῆρος, ό (Α) αυτός που διεγείρει τον ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + δοτήρ (< δίδωμι] …

    Dictionary of Greek

  • 86ζηλομανής — ζηλομανής, ές (Α) ο μανιώδης από ζηλοτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναι μανής, θεο μανής)] …

    Dictionary of Greek

  • 87ζηλοπαθής — ζηλοπαθής, ές (Μ) ζηλόφθονος, ζηλότυπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] …

    Dictionary of Greek

  • 88ζηλωτικός — ζηλωτικός, ή, όν (AM) [ζηλωτής] μσν. αξιοζήλευτος αρχ. 1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής 2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν ο ζήλος …

    Dictionary of Greek

  • 89ζηλότυπος — η, ο (AM ζηλότυπος, ον) αυτός που διακατέχεται από το πάθος τής ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.) νεοελλ. (για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστη αρχ. 1. αυτός που έχει προθυμία …

    Dictionary of Greek

  • 90ζηλόφθονος — και ζηλόφτονος, η, ο ζηλιάρης, φθονερός, ζηλότυπος. επίρρ... ζηλοφθόνως και ζηλόφθονα με ζηλοφθονία, φθονερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος + φθόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ] …

    Dictionary of Greek