ζῆλος

  • 71ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… …

    Dictionary of Greek

  • 72εριθεία — ἐριθεία, ἡ (AM) [εριθεύομαι] αρχ. μσν. εγωιστική φιλοδοξία, δοξομανία, χωρίς ηθικό φραγμό («ὅπου γάρ ζήλος και ἐριθεία, ἐκεῑ ἀκαταστασία καὶ πᾱν φαῡλον πρᾱγμα», ΚΔ) αρχ. 1. εργασία με μισθό 2. επιδίωξη πολιτικού αξιώματος δημόσιας θέσης,… …

    Dictionary of Greek

  • 73ετερόζηλος — ἑτερόζηλος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει υπερβολικό ζήλο υπέρ τού ενός μέρους, ο μεροληπτικός μσν. (για πλάστιγγα) αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος αρχ. 1. ο αφοσιωμένος σε άλλη επιδίωξη, αυτός που στρέφει τον ζήλο του σε διαφορετικά πράγματα 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 74ευζήλωτος — εὐζήλωτος, ον (Μ) 1. αυτός που διαπνέεται από μεγάλο ζήλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐζήλωτον θερμός ζήλος, μεγάλος ενθουσιασμός. επίρρ... εὐζηλώτως με ζήλο, με ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζηλωτός (< ζηλώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 75ευπάρεδρος — εὐπάρεδρος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που προσκολλάται, που αφοσιώνεται σε κάποιον 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπάρεδρον ο ένθερμος ζήλος 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπάρεδρον καλῶς παραμένον καὶ διηνεκῶς». επίρρ... εὐπαρέδρως (ΑΜ) με ένθερμο ζήλο, με αφοσίωση.… …

    Dictionary of Greek

  • 76εύζηλος — εὔζηλος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει πολύ ζήλο («οὐκ εὔζηλος ἀναχρονισμός», Ευστ.) 2. ο αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζήλος] …

    Dictionary of Greek

  • 77ζέση — η (AM ζέσις) [ζέω] 1. βράσιμο, βρασμός, κόχλασμα («ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως», Πλούτ.) 2. θέρμη, ζήλος, ορμή, έντονη έφεση για κάτι, ζωηρή προθυμία (α. «εργάζεται με ζέση» β. «[οργή] ζέσις τοῡ περὶ καρδίαν αἵματος, Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «βαθμός… …

    Dictionary of Greek

  • 78ζήλεια — και ζούλεια και ζουλεία και ζηλειά (Μ ζήλεια και ζηλεία και ζηλειά) 1. ο φθόνος, το να ζηλεύει κάποιος άλλον ή άλλους, να επιθυμεί τα υπάρχοντα τού άλλου και να τόν φθονεί γι αυτά 2. (για συζύγους ή εραστές) η ζηλοτυπία, η καχυποψία για την… …

    Dictionary of Greek

  • 79ζήλη — ζήλη, ή (Α) [ζήλος Ι] αντίζηλη, αντεράστρια …

    Dictionary of Greek

  • 80ζηλέω — ζηλέω, δωρ. τ. ζαλέω (Α) [ζήλος Ι] 1. έχω ζήλο για κάτι 2. ζηλοτυπώ …

    Dictionary of Greek