ζῆλος

  • 51Зелос — Зел (др. греч. Ζῆλος, «соперничество, ревность, зависть») в древнегреческой мифологии божество соперничества, сын титана Палланта и богини Стикс [1], брат Ники. Союзник Зевса в борьбе с титанами. [2]. Является воплощением зависти и соперничества …

    Википедия

  • 52Zelvs — ZELVS, i, Gr. Ζῆλος, ου, (⇒ Tab. II.) Eifer, des Pallas Sohn, welchen er mit der Styx zeugete. Hesiod. Theog. 384 …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 53завида — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ζῆλος) зависть.   … …

    Словарь церковнославянского языка

  • 54ревность — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. 1) (греч. ζῆλος) ревность; 2) жалость, деятельное… …

    Словарь церковнославянского языка

  • 55Zelo — En la mitología griega Zelo (en griego Ζηλος, «celo») era la personificación del fervor y la dedicación o de la rivalidad y la discordia. Era hijo de Estigia y del titán Palas, y hermano por tanto de Niké (la Victoria), Crato (la Fuerza) y Bía… …

    Enciclopedia Universal

  • 56celo — I (Del lat. zelus, ardor, celo.) ► sustantivo masculino 1 Cuidado e interés con que alguien hace las cosas que tiene a su cargo: ■ puso el máximo celo en la limpieza de la casa. SINÓNIMO ahínco cuidado entusiasmo esmero [primoresmero] ANTÓNIMO …

    Enciclopedia Universal

  • 57Θηβαγενής — και Θηβαιγενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί ζηλος) + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] …

    Dictionary of Greek

  • 58άζηλος — και άζουλος η, ο (Α ἄζηλος, ον) ο μη αξιοζήλευτος, αυτός που δεν τόν ζηλεύει κανείς νεοελλ. αυτός που δεν έχει ζήλο, κλίση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μεγάλη αξία, ο μη αξιόλογος 2. δυστυχής, θλιβερός, καταθλιπτικός («ἄζηλον γῆρας») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 59άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 60αποστολικός — ή, ό (ΑΜ ἀποστολικός, ή, όν) 1. αυτός που ιδρύθηκε από τους Αποστόλους ή ο σύμφωνος με τη διδασκαλία τους 2. ένθερμος («αποστολικός ζήλος») μσν. νεοελλ. (το ουδέτερο ως ουσ.) τὸ ἀποστολικόν 1. βιβλίο που περιέχει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης …

    Dictionary of Greek