ζῆλος

  • 121σύζηλο — το, Ν ζηλοτυπία, φθόνος («σύζηλο τόν έπιασε», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ζήλος] …

    Dictionary of Greek

  • 122υποζηλώ — όω, Μ οδηγούμαι από ενδόμυχο ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζηλῶ (< ζῆλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 123φιλοζήλως — και δωρ. τ. φιλοζάλως Α επίρρ. με ζήλο, με προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *φιλόζηλος (< φιλ[ο] * + ζῆλος) + επιρρμ. κατάλ. ως] …

    Dictionary of Greek

  • 124χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …

    Dictionary of Greek

  • 125όπις — όπις, ιδος, ἡ (Α) 1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ. β. «πρίν γ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.) β) η… …

    Dictionary of Greek

  • 126Αγιοχριστοφορίτης, Στέφανος — Στενός συνεργάτης του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού, που τον βοήθησε να καταλάβει τον θρόνο. Η σκληρότητά του προς τους πολιτικούς αντιπάλους του αυτοκράτορα υπήρξε αφορμή να ονομαστεί από τον λαό Αντιχριστοφορίτης. Ο υπερβολικός όμως ζήλος… …

    Dictionary of Greek

  • 127Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… …

    Dictionary of Greek

  • 128Βεσπασιανός, Τίτος Φλάβιος — (Titus Flavius Vespasianus, Ριέτι 9 μ.Χ. – Κουτίλια 79 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (69 79 μ.Χ.). Προερχόμενος από ταπεινή οικογένεια Σαβίνων, κατόρθωσε, χάρη στις εξαιρετικές του ικανότητες, να περάσει από όλες τις βαθμίδες της κρατικής ιεραρχίας …

    Dictionary of Greek