ζῆλος

  • 111πρόσκαυσις — αύσεως, ἡ, Α [προσκαίω] 1. (για ψωμί και άλλα εδέσματα) το κάψιμο τής επιφάνειας ή τής κόρας 2. μτφ. ζωηρός ζήλος, ένθερμος πόθος …

    Dictionary of Greek

  • 112πύρωση — η / πύρωσις, ώσεως, ΝΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρώνω, η πυράκτωση 2. ιατρ. αίσθημα καύσου στο επιγάστριο, το οποίο ανεβαίνει στον οισοφάγο και συνοδεύεται από ερυγές και αναγωγή όξινου υγρού, κν. καούρα («στομάχου πύρωσις», Διοσκ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 113ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …

    Dictionary of Greek

  • 114σάλος — ο, ΝΜΑ 1. ισχυρή κύμανση τής θάλασσας, θαλασσοταραχή («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῑς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», Ευρ.) 2. (για πλοία, καθώς και για τους επιβάτες του) κλυδωνισμός λόγω τρικυμίας 3. μτφ. α) θορυβώδης ανακίνηση, ανατάραξη (α. «σάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 115σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …

    Dictionary of Greek

  • 116σπουδαιοτρίβησις — ήσεως, ἡ, Μ [σπουδαιοτριβώ] ζήλος, δραστηριότητα …

    Dictionary of Greek

  • 117σπουδασμός — ὁ, Μ [σπουδάζω] ζήλος, σπουδή …

    Dictionary of Greek

  • 118σπούδασμα — το, ΝΜΑ, και σπούδαγμα και σπούδαμα, Ν [σπουδάζω] καθετί που υπήρξε αντικείμενο ή δημιούργημα σπουδής, προσεκτικής μελέτης και προσπάθειας (α. «και μαθαίνει γράμματα, γράμματα σπουδάματα» β. «ἐξιστάμενος τῶν ἀνθρωπίνων σπουδαγμάτων», Πλάτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 119στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 120συζηλώ — όω, Α ζηλεύω από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ζηλῶ (< ζήλος)] …

    Dictionary of Greek