ζῆλος

  • 101παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …

    Dictionary of Greek

  • 102παραζήλωσις — ώσεως, η, Α [παραζηλώ] ζήλος, άμιλλα …

    Dictionary of Greek

  • 103παραζηλώ — όω, Α 1. προκαλώ σε κάποιον ζηλοτυπία 2. δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι 3. παρακινούμαι να δείξω ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ζηλῶ (< ζῆλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 104παρεισδύω — ΝΜΑ και παρεισδύνω ΜΑ εισέρχομαι χωρίς να γίνω αντιληπτός ή με επιτηδειότητα και δόλο ή κατά λάθος αρχ. 1. εισδύω και βαθμηδόν εξαπλώνομαι («παρεισέδυ εἰς τὴν πόλιν ἀργύρου καὶ χρυσοῡ ζῆλος», Πλούτ.) 2. εισέρχομαι στο βάθος τών νοημάτων, κατανοώ… …

    Dictionary of Greek

  • 105περίζηλος — η, ο / περίζηλος, ον, ΝΜΑ πολύ ζηλευτός, πολύ αξιόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ζῆλος «ζήλεια»] …

    Dictionary of Greek

  • 106περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 107πρεμούρα — η, Ν 1. σφοδρή επιθυμία 2. ιδιαίτερος ζήλος 3. βιασύνη, φούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. premura] …

    Dictionary of Greek

  • 108προαίρεση — η / προαίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] 1. η ενδόμυχη ψυχική τάση για κάτι, επιθυμία, πρόθεση (α. «ό,τι έκανε, τό έκανε από αγαθή προαίρεση» β. «ἡ κατὰ προαίρεσιν κίνησις», Αριστοτ.) 2. (στον Αριστοτ.) η απόφαση την οποία παίρνει κανείς μετά από …

    Dictionary of Greek

  • 109προδρομικός — ή, ό / προδρομικός, ή, ον, ΝΜ [πρόδρομος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε πρόδρομο, σε πρωτοπόρο (α. «προδρομικός ποιητής» β. «προδρομική σκέψη» γ. «τὸ προδρομικὸν ὁ θεῑος ζῆλος ἐν αὐτῷ πῡρ ἀνέκαιε», Ευστ.) 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει… …

    Dictionary of Greek

  • 110προσλιπάρηση — η / προσλιπάρησις, ήσεως, ΝΑ [προσλιπαρῶ] θερμή και επίμονη παράκληση, εκλιπάρηση αρχ. έντονος ζήλος …

    Dictionary of Greek