ζῆλος
11Ζήλοις — Ζῆλος jealousy masc dat pl …
12Ζήλου — Ζῆλος jealousy masc gen sg …
13Ζήλους — Ζῆλος jealousy masc acc pl …
14Ζήλων — Ζῆλος jealousy masc gen pl …
15Ζήλῳ — Ζῆλος jealousy masc dat sg …
16θεόζηλος — θεόζηλος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με θείο ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ζηλος (< ζήλος), πρβλ. αντί ζηλος, χαμαί ζηλος] …
17κακόζηλος — η, ο (Α κακόζηλος, ον) 1. αυτός που μιμείται κάτι κακώς, χωρίς επιτυχία 2. αυτός που γίνεται με κακή και άτεχνη απομίμηση 3. (ρητ.) αυτός που κάνει χρήση κακού, επιτηδευμένου ύφους («κακόζηλος ῥήτωρ», Διογ. Λαέρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …
18χαμαίζηλος — η, ο / χαμαίζηλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χαμαιζήλη Α 1. (για φυτό) αυτός που αυξάνεται σε μικρό ύψος από το έδαφος 2. μτφ. α) αυτός που έχει ταπεινές επιθυμίες, χαμερπής β) (κυρίως) αυτός που έχει υλικές βλέψεις, που ενδιαφέρεται κυρίως για τα υλικά… …
19λεπτόζηλος — λεπτόζηλος, ον (M) αυτός που ταιριάζει σε μικρόσωμο άνθρωπο («λεπτόζηλα ἱμάτια», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. ετερό ζηλος, πολύ ζηλος)] …
20μεγαλόζηλος — μεγαλόζηλος, ον (ΑM) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεγαλόζηλα ενδύματα κατάλληλα για ψηλούς ανθρώπους αρχ. αυτός που έχει μεγάλο ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. ετερό ζηλος, πολύ ζηλος)] …