ζᾰλα

  • 1ζάλα — ζάλᾱ , ζάλη squall fem nom/voc/acc dual ζάλᾱ , ζάλη squall fem nom/voc sg (doric aeolic) ζάλᾱ , ζαλάω driving pres imperat act 2nd sg ζάλᾱ , ζαλάω driving imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ζάλα — ζάλα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θόρυβος» …

    Dictionary of Greek

  • 3ζάλᾳ — ζάλαι , ζάλη squall fem nom/voc pl ζάλᾱͅ , ζάλη squall fem dat sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4ζάλας — ζάλᾱς , ζάλη squall fem acc pl ζάλᾱς , ζάλη squall fem gen sg (doric aeolic) ζάλᾱς , ζαλάω driving imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5ζάλο — το (Μ ζάλο και ζάλον) 1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή 2. πήδημα 3. φρ. α) «στέκω σ ένα ζάλο» μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη β) «παίρνω τα ζάλα» προχωρώ γ) «ζάλο και ζάλο» βήμα βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση τού… …

    Dictionary of Greek

  • 6μετρητός — ή, ό (ΑΜ μετρητός, ή, όν) [μετρώ] 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ… …

    Dictionary of Greek

  • 7μυριοχαίρομαι — χαίρομαι, καμαρώνω κάποιον πάρα πολύ («πάσι με ζάλα μετρητά, με διώμα επορπατούσαν κι όλοι τούς μυριοχαίρονταν εκεί που τούς θωρούσαν», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χαίρομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 8πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… …

    Dictionary of Greek

  • 9Μπάλατον — (Balaton). Λίμνη (590 τ. χλμ.) της κεντροδυτικής Ουγγαρίας, στους πρόποδες του Βακονικού (Bacony) Δρυμού, 90 χλμ. ΝΔ της Βουδαπέστης. Είναι η μεγαλύτερη λίμνη της Κεντρικής Ευρώπης – δεν είναι όμως βαθιά: το μέγιστο βάθος της μόλις που φτάνει τα… …

    Dictionary of Greek

  • 10Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …

    Dictionary of Greek