ζόρξ

  • 1δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… …

    Dictionary of Greek

  • 2ζορκάς — ζορκάς, ( άδος) και ζόρξ, ( κός), ή (Α) διαφ. τ. τού δορκάς* ζαρκάδι …

    Dictionary of Greek

  • 3i̯ork- —     i̯ork     English meaning: a kind of roebuck     Deutsche Übersetzung: “Tier from the Gruppe the Rehe”     Material: Gk. ζόρξ, ζορκάς, with folk etymology connection an δέρκομαι mostly δόρξ, δορκός; δορκάς f., δόρκος m. “roe deer, gazelle “;… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary