ζήσω
1ζήσω — ζάω aor subj act 1st sg ζάω fut ind act 1st sg ζάω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
2Киамос, Панос — Панос Киамос Имя при рождении греч. Πάνος Κιάμος Дата рождения 1975 год(1975) …
3Mia Kokkini Grammi — Studio album by Natasa Theodoridou Released July 2009 …
4αναχωρώ — (AM ἀναχωρῶ, έω) απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ μσν. παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα αρχ. μσν. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι 2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να …
5βέομαι — και βείομαι (Α) θα ζήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βέομαι ανήκει στην ίδια ομάδα με τα βίος εβίων, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία μέλλοντος και θεωρείται υποτακτική με βραχύ φωνήεν ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας *gwey(∂) , με απαθή …
6εμπορώ — ἐμπορῶ ( έω) (Μ) μπορώ, έχω δύναμη («οὐκ ἐμπορῶ ό κακότυχος, καὶ πῶς νἀ ζήσω οὐκ οἶδα», Πρόδρ.) …
7εξαπορώ — ἐξαπορῶ, έω (AM) 1. βρίσκομαι σε μεγάλη απορία, σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση, δεν ξέρω τί να κάνω (α. «τῶν γὰρ στρατηγῶν ἐξαπορησάντων τοῑς πράγμασιν», Αριστοτ. β. «τὸ πῶς νὰ ζήσω ἐξαπορῶ», Πρόδρ.) 2. (μτβ.) στερούμαι, έχω έλλειψη από κάτι 3.… …
8κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… …
9κλουβιάζω — και κλουβιαίνω [κλούβιος] 1. (για τα αβγά) γίνομαι κλούβιος ή μπαγιάτικος, χαλώ («πέταξα πέντε αβγά γιατί κλούβιασαν») 2. καθιστώ κάποιαν ή κάτι κλούβιο 3. γίνομαι ανόητος, μωραίνω («γέρασε και κλούβιανε») 4. μέσ. κλουβιάζομαι (για τα πτηνά)… …
10λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …
- 1
- 2