ζέα

  • 21φαρράς — ο, Ν βοτ. (κυπρ. τ.) κοινή ονομασία τού πράσινου κριθαριού που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. farrago «μίγμα χόρτων» (< far, farris «σιτάρι, ζέα)] …

    Dictionary of Greek

  • 22αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ …

    Dictionary of Greek

  • 23δημητριακά ή σιτηρά — Σύνολο ποωδών φυτών διαφορετικού μεγέθους της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργούνται από την αρχαιότητα σε μεγάλη κλίμακα, για την παραγωγή των εδώδιμων σπόρων τους, οι οποίοι, όταν αλέθονται, γίνονται αλεύρι που… …

    Dictionary of Greek

  • 24zeína — (Del gr. ζέα, espelta). f. Quím. Proteína del maíz …

    Diccionario de la lengua española