ζάλη
1ζάλη — squall fem nom/voc sg (attic epic ionic) ζαλάω driving pres imperat act 2nd sg (doric) ζαλάω driving pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ζαλάω driving imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ζαλέω pres imperat act 2nd sg (doric… …
2ζάλῃ — ζάλη squall fem dat sg (attic epic ionic) …
3ζάλη — η (ΑΜ ζάλη) σύγχυση, αναστάτωση, στενοχώρια, ψυχική ή πνευματική ταλαιπωρία νεοελλ. μσν. αίσθημα εγκεφαλικής συσκότισης και απώλειας τής ισορροπίας, τάση για λιποθυμία, ίλιγγος, σκοτοδίνη νεοελλ. 1. βύθισμα, λήθαργος («κ είχε θανάτου ζάλη»,… …
4ζάλη — η 1. ταραχή, τρικυμία: Μέσα στη ζάλη που επικρατούσε δεν ήξερα τι έκανα. 2. συσκότιση του νου, μερική απώλεια των αισθήσεων: Ήταν πολλοί μέσα στην αίθουσα και του ήρθε ζάλη. 3. σάστισμα, ταραχή του νου: Μόλις τον αντίκρισε του ήρθε ζάλη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ζαλεύω — [ζάλη] 1. φέρνω ζάλη, ζαλίζω 2. σαλεύω, σκιρτώ …
6ζάλαι — ζάλη squall fem nom/voc pl ζάλᾱͅ , ζάλη squall fem dat sg (doric aeolic) …
7ζάληι — ζάλῃ , ζάλη squall fem dat sg (attic epic ionic) …
8ζαλῶν — ζάλη squall fem gen pl ζαλάω driving pres part act masc voc sg ζαλάω driving pres part act neut nom/voc/acc sg ζαλάω driving pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ζαλάω driving pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) ζαλέω pres… …
9ζάλαις — ζάλη squall fem dat pl …
10ζάλην — ζάλη squall fem acc sg (attic epic ionic) ζαλάω driving imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ζαλάω driving imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …