ζύμωσις
1ζύμωσις — fermentation fem nom sg …
2ζυμώσει — ζύμωσις fermentation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ζυμώσεϊ , ζύμωσις fermentation fem dat sg (epic) ζύμωσις fermentation fem dat sg (attic ionic) ζῡμώσει , ζυμόω leaven aor subj act 3rd sg (epic) ζῡμώσει , ζυμόω leaven fut ind mid 2nd sg… …
3ζυμώσεσιν — ζύμωσις fermentation fem dat pl …
4ζύμωσιν — ζύμωσις fermentation fem acc sg …
5ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …
6AZYMA — Hebr. Gap desc: Hebrew, cuius vocis origo non liquet. Docet tamen ex Arabismo, Bochartus, Gap desc: Hebrew proprie esse puros et sinceros panes et ab omni fermento expurgatos, quod corruptionis esse genus voluerunt multi Veteres. Hinc Hieronym. 1 …
7ζυμίωσις — ζυμίωσις, ἡ (Α) 1. η ζύμωση 2. θέμα έργου τού Ζώσιμου Αλχημιστού το οποίο δεν διασώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για το ζύμωσις σαν από αρχ. τ. *ζυμιώ < *ζύμιος] …
8ζυμώσεως — ζυμώσεω̆ς , ζύμωσις fermentation fem gen sg (attic) …