ζόφῳ
1ζοφώ — (AM ζοφῶ, όω, Μ και ζοφώνω) [ζόφος] 1. κάνω κάτι ζοφερό, σκοτεινό, σκοτεινιάζω, φέρνω σκοτεινιά 2. γίνομαι ζοφερός, σκοτεινός νεοελλ. παθ. ζο φούμαι γίνομαι επικίνδυνος, επισφαλής («η κατάσταση ζοφούται») …
2ζοφῶ — ζοφόω darken pres subj act 1st sg ζοφόω darken pres ind act 1st sg …
3ζόφῳ — ζόφος nether darkness masc dat sg …
4ζόφωι — ζόφῳ , ζόφος nether darkness masc dat sg …
5ενθαλασσεύω — ἐνθαλασσεύω και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α) 1. ζω μέσα στη θάλασσα, είμαι θαλάσσιος 2. είμαι, βρίσκομαι στη θάλασσα, πλέω, ταξιδεύω 3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, πελαγώνω («ἐνθαλαττεύων τε [ο ανθρώπινος νους]… …
6ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… …
7ζόφωμα — ζόφωμα, τὸ (Μ) [ζοφώ] το σκοτάδι ή το σκότισμα …
8ζόφωση — η (AM ζόφωσις) [ζοφώ] συσκότιση, επισκότιση, σκοτείνιασμα νεοελλ. μσν. (για τα μάτια) τύφλωση μσν. θλίψη, μελαγχολία …
9καταζοφώ — καταζοφῶ, όω (Μ) 1. επισκοτίζω, σκοτεινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζοφῶ «σκοτεινιάζω» (< ζόφος «σκότος»)] …
10συζοφώ — όω, ΜΑ καθιστώ κάτι εντελώς σκοτεινό αρχ. (κυρίως το παθ.) συζοφοῡμαι, όομαι καλύπτομαι με σκοτάδι, γίνομαι εντελώς σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ζοφῶ «κάνω κάτι σκοτεινό»] …
- 1
- 2