ζωό-μορφος

  • 1κενταυρόμορφος — κενταυρόμορφος, ον (Α) (για τη μονοφυσιτική δοξασία) αυτός που έχει μορφή κενταύρου, αυτός που συνδυάζει δύο ατελείς υπάρξεις σε ένα πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό μορφος, ζωό μορφος] …

    Dictionary of Greek

  • 2πυρσόμορφος — ον, Μ αυτός που μοιάζει με φωτιά, που έχει πυρώδη μορφή. επίρρ... πυρσομόρφως Μ με πυρώδη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ζωό μορφος] …

    Dictionary of Greek

  • 3τερατόμορφος — η, ο / τερατόμορφος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει μορφή τέρατος, τερατώδης (α. «τερατόμορφο πλάσμα» β. «εἰς σωματοειδῆ και τερατόμορφον θεόν», Τζέτζ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει διάπλαση τέρατος («τερατόμορφο κύημα») 2. μτφ. υπερβολικά άσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek