ζωστός
1ζωστός — girded masc nom sg …
2ζωστός — ή, ό (AM ζωστός, ή, όν) ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος») μσν. το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστή τίτλος και αξίωμα τών δεσποινών τής βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε… …
3ζωστά — ζωστός girded neut nom/voc/acc pl ζωστά̱ , ζωστός girded fem nom/voc/acc dual ζωστά̱ , ζωστός girded fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ζωστόν — ζωστός girded masc acc sg ζωστός girded neut nom/voc/acc sg …
5ζωσταί — ζωστός girded fem nom/voc pl …
6ζωστοῦ — ζωστός girded masc/neut gen sg …
7ζωστούς — ζωστός girded masc acc pl …
8ζωστῆς — ζωστός girded fem gen sg (attic epic ionic) …
9ζωστή — ζωστός girded fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
10ζωστήν — ζωστός girded fem acc sg (attic epic ionic) …