ζωρότερον κέραιε

  • 1ζωρός — ζωρός, όν (Α) 1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατος β) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία 2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος 3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.) 4. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 2κεραίω — (Α) αναμιγνύω («ζωρότερον δὲ κέραιε» ανακάτεψε το κρασί με λιγότερο νερό, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος επικ. τ. τού κεράννυμι κατά τα ρ. σε αίω] …

    Dictionary of Greek