ζωολογικός

  • 1ζωολογικός — ή, ό [ζωολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωολογία ή στα ζώα («ζωολογική πραγματεία») 2. αυτός που περιέχει ζώα ή αυτός στον οποίο συντηρούνται ζώα, ζωντανά ή ταριχευμένα («ζωολογικό μουσείο», «ζωολογικός κήπος» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 2ζωολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα ζώα: Ζωολογικός κήπος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3ζωολογικός κήπος — Χώρος συγκέντρωσης ζώων, γενικά εξωτικών, που εκτρέφονται σε περιβάλλοντα με συνθήκες όσο το δυνατόν όμοιες με αυτές των περιοχών προέλευσής τους. Οι σημερινοί ζ.κ., οργανωμένοι με κριτήρια που αποκτήθηκαν ιδιαίτερα τον 19o αι., δεν έχουν μόνο… …

    Dictionary of Greek

  • 4Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος …

    Википедия

  • 5ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 6κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …

    Dictionary of Greek

  • 7Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …

    Dictionary of Greek

  • 8Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… …

    Dictionary of Greek

  • 9Γουίλσον, Άνγκους — (Angus Wilson, 1913 – 1991). Άγγλος συγγραφέας. Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του δράση τα τελευταία χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και έγινε γνωστός στους κριτικούς και στο κοινό με τις συλλογές διηγημάτων Η λαθεμένη θέση (1949) και Αυτά τα… …

    Dictionary of Greek

  • 10Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …

    Dictionary of Greek