ζωαρκία

  • 1ζωάρκεια — η (AM ζωάρκεια και διάφ. ανάγν. ζωαρκία) [ζωαρκής] νεοελλ. μσν. όσα επαρκούν για τη διατήρηση τής ζωής, επάρκεια τών προς το ζην αρχ. η διατήρηση τής ζωής …

    Dictionary of Greek