ζυμίτης
1ζυμίτης — ζυμίτης, ὁ (Α) [ζύμη] 1. ο ένζυμος άρτος («ἄρτοι ζυμῑται μεγάλοι», Ξεν.) 2. στον πληθ. οἱ ζυμῑται (ενν. ἄρτοι) σύμβολο τής αιγυπτιακής πολιτείας …
2ζυμίτης — ζῡμί̱της , ζυμίτης leavened masc nom sg …
3ζυμίτας — ζῡμί̱τᾱς , ζυμίτης leavened masc acc pl ζῡμί̱τᾱς , ζυμίτης leavened masc nom sg (epic doric aeolic) …
4-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …
5ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… …
6ζυμῖται — ζῡμῖται , ζυμίτης leavened masc nom/voc pl …
7ζυμίταις — ζῡμί̱ταις , ζυμίτης leavened masc dat pl …
8ζυμίτη — ζῡμί̱τη , ζυμίτης leavened masc voc sg …
9ζυμίτην — ζῡμί̱την , ζυμίτης leavened masc acc sg (attic epic ionic) …
10ζυμίτου — ζῡμί̱του , ζυμίτης leavened masc gen sg …
- 1
- 2