-
1 ζυγός
[зигос] επ. чётный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζυγός
-
2 ζυγός
[зигос] ουσ. α ярмо иго,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζυγός
-
3 чётный
ζυγός, άρτιος -
4 иго
-а ουδ.ζυγός•турецкое иго ο τουρκικός ζυγός•
иго рабства ο ζυγός της σκλαβιάς•
сбросить с себя иго αποτινάσσω το ζυγό.
|| παλ. βάρος, φορτίο•под -ом лет κάτω από το βάρος των χρόνων.
-
5 весы
1. (прибор для определения веса) о ζυγόςη ζυγαριά2. астр. о Ζυγός (αστερισμός)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > весы
-
6 весы
-
7 гнёт
-
8 иго
-
9 четный
четн||ыйприл ζυγός:\четныйое число́ ὁ ζυγός ἀριθμός. -
10 вес
вес 1-а (-у) α.1. το βάρος• вес 8 кг. βάρος 8 κιλά•атомный вес το ατομικό βάρος•
чистый вес καθαρό βάρος•
удельный вес ειδικό βάρος•
борец тяжелого -а παλαιστής βαρέων βαρών.
2. ζυγαριά, ζυγός•аптекарский вес φαρμακευτικός ζυγός (ακριβείας).
3. μτφ• κύρος, επιρροή, επιβάλλον•человек с большим -ом άνθρωπος με μεγάλη επιρροή.
εκφρ.на вес золота – πανάκριβος, ακριβός σαν το χρυσάφι.вес 2-а α. держать на -у κρατώ σε εξάρτηση. -
11 балансир
1. мех. η δοκός του ζυγού- выхлопного клапана ο μοχλός της βαλβίδας καυσαερίων, ο ζυγός της αιώρησης2. (доменной печи) η ενισχυτική αντιταλαντωτική δοκός 3. (деталь часового механизма) о αιωρητής του (ω)ρολογιού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балансир
-
12 безмен
ο στατήρας, ο ρωμαϊκός ζυγός, η πλάστιγγα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безмен
-
13 вага
1. (весы) о ζυγός/η ζυγαριά για βαρειά αντικείμενα 2. (рычаг) о μοχλός (ανύψωσης των βαρών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вага
-
14 вагон-весы
ο ζυγός/η ζυγαριά για σιδηροδρομικά οχήματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон-весы
-
15 гнёт
ο ζυγός, η καταπίεση, το βάρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гнёт
-
16 дозатор
тех. о μετρητής, το δοσίμετροвесовой - η ζυγογέφυρα, ο γεφυρωτός ζυγόςобъёмный - το μετρικό δοχείο, ο μετρητής όγκουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дозатор
-
17 коромысло
ο ζυγός- весов - πλάστιγγας, η παλάντζα (ξεν.)- уравнителя тормоза - ομαλοτήρα της πέδης/του φρένουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коромысло
-
18 хобот
1. тех. о ζυγός 2. зоол. η προβοσκίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хобот
-
19 хомут
1. (элемент машины или механизма) η στεφάνη (στοιχείο μηχανής) 2. (деталь скрепления кабелей, проводов и т.п.) о κρίκος/η στεφάνη στήριξης 3. с.-х. το περιαυχένιοη λαι-μαριάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хомут
-
20 чёт
мат. о ζυγός αριθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чёт
См. также в других словарях:
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
ζυγός — ή, ό 1. άρτιος: Ζυγός αριθμός. 2. διπλός: Τώρα που παντρεύτηκε έγινε ζυγός. 3. επίρρ., ζυγά: Παίζουν μονά ζυγά. 4. «ζυγά ζυγά», δύο δύο: Τα τρυγόνια πάνε ζυγά ζυγά. ο 1. ζυγαριά, παλάντζα, πλάστιγγα, καντάρι: Στα φαρμακεία χρησιμοποιούν ζυγούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζυγός — Sp Zigas Ap Ζυγός/Zygos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ζυγός — ζυγόν yoke masc nom sg ζυγός yoke masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέος Ζυγός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού … Dictionary of Greek
Παλαιός Ζυγός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διομήδειας … Dictionary of Greek
ισόζυγος — η, ο (Α ἰσόζυγος, ον) αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον, ισοβαρής, ισόσταθμος, ισοζυγής αρχ. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο πρόσωπο με άλλον («ἰσόζυγον ῥῆμα» το ρήμα που έχει αντικείμενο το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό… … Dictionary of Greek
σύζυγος — ο, η / σύζυγος, ον, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά τού γάμου με μια γυναίκα 2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρα νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοι το ανδρόγυνο αρχ. 1. ως επίθ. α) ο… … Dictionary of Greek
υπόζυγος — ον,και ως ουσ. ὑπόζυγος, ὁ, Α 1. ως επίθ. υποζύγιος («ὑπόζυγος γὰρ ὁ μόσχος», Ιουστ.) 2. ως ουσ. ο υπεζωκότας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ἐπί ζυγος, σύ ζυγος] … Dictionary of Greek
ζυγαριά — η 1. ζυγός, πλάστιγγα, κάθε συσκευή ζυγίσματος 2. μτφ. ο ζυγός ως μέσο με το οποίο απονέμεται η δικαιοσύνη και ως σύμβολο τής δικαιοσύνης («κάπου αν υπάρχεις, κρίνε με και μίλησέ μου. Δικαιοσύνη! Δικαιοσύνη! η ζυγαριά σου!», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ … Dictionary of Greek
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek